- οὑψόθεν
- ὑψόθεν , ὑψόθενfrom on highindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψόθεν — και βοιωτ. τ. οὑψόθεν Α επίρρ. 1. από ψηλά, άνωθεν («καθορῶντες ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον», Σοφ.) 2. υψηλά, ψηλά 3. (με γεν.) επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. ό θεν (βλ. λ. θε), πρβλ. τηλ ό θεν, χαμ ό θεν] … Dictionary of Greek